παραλιακός
[paraliaˈkos], παραλιακή, παραλιακόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
esempi
- παραλιακό ξενοδοχείοθηλυκό | Femininum, weiblich fStrandhotelουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- παραλιακός δρόμοςαρσενικό | Maskulinum, männlich mUferstraßeθηλυκό | Femininum, weiblich f