διατηρώ
[ðiatiˈro]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- haltenδιατηρώ γενδιατηρώ γεν
- wahrenδιατηρώ την υπόληψή μου, τη φήμη μουδιατηρώ την υπόληψή μου, τη φήμη μου
- erhaltenδιατηρώ υγείαδιατηρώ υγεία
- behaltenδιατηρώ χιούμορ, αξία, ισχύδιατηρώ χιούμορ, αξία, ισχύ
- bewahrenδιατηρώ ψυχραιμία, υπομονήδιατηρώ ψυχραιμία, υπομονή
- beibehaltenδιατηρώ δεν αλλάζωδιατηρώ δεν αλλάζω
- betreibenδιατηρώ κατάστημαδιατηρώ κατάστημα
- pflegenδιατηρώ επαφή, σχέσηδιατηρώ επαφή, σχέση
- unterhaltenδιατηρώ οικογένεια, κατάστημαδιατηρώ οικογένεια, κατάστημα
- aufbewahrenδιατηρώ φαγητό, τρόφιμαδιατηρώ φαγητό, τρόφιμα