ισορροπία
[isoroˈpia]θηλυκό | Femininum, weiblich fμεταφορικά | in übertragenem SinnμτφPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Gleichgewichtουδέτερο | Neutrum, sächlich nισορροπίαισορροπία
- Ausgeglichenheitθηλυκό | Femininum, weiblich fισορροπία ψυχικήισορροπία ψυχική
esempi
- ισορροπία δυνάμεωνπληθυντικός | Plural plMachtverhältnisseπληθυντικός | Plural pl