δίνω
[ˈðino]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <έδωσα>Panoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- geben (κάτι σε κάποιον jemandem etwas)δίνωδίνω
- abgebenδίνω παραδίδωδίνω παραδίδω
- verleihenδίνω κ. παράσημο, τιμήδίνω κ. παράσημο, τιμή
- erteilenδίνω άδεια, δίπλωμαδίνω άδεια, δίπλωμα
- ablegenδίνω εξέτασηδίνω εξέταση
- erteilenδίνω συμβουλή, το λόγοδίνω συμβουλή, το λόγο
- gebenδίνω το λόγο της τιμής μουδίνω το λόγο της τιμής μου
- einbringen, abwerfenδίνω κέρδοςδίνω κέρδος
- spendenδίνω αίμαδίνω αίμα
- aufgebenδίνω αγγελίαδίνω αγγελία
- δίνω όρκο
- entgegenbringenδίνω αγάπηδίνω αγάπη
- reichenδίνω αλάτιδίνω αλάτι
- ausrichtenδίνω χαιρετίσματαδίνω χαιρετίσματα
- schenken (σε κάποιον jemandem)δίνω εμπιστοσύνηδίνω εμπιστοσύνη
- versetzen (σε κάποιον jemandem)δίνω χαστούκιδίνω χαστούκι