γραφικός
[ɣrafiˈkos], γραφική, γραφικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Schreib-γραφικόςγραφικός
- grafischγραφικόςγραφικός
- malerischγραφικός χωριό, ακρογιαλιάγραφικός χωριό, ακρογιαλιά
esempi
- γραφικάπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl γραφικές τέχνεςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplGrafik(design)Femininum, Neutrum in Klammern f(n)
- κάρταθηλυκό | Femininum, weiblich f γραφικών ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υGrafikkarteθηλυκό | Femininum, weiblich f
- γραφικά είδηπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplSchreibartikelπληθυντικός | Plural pl
nascondi gli esempimostra più esempi