Traduzione Greco-Tedesco per "σημείο"

"σημείο" traduzione Tedesco

σημείο
[siˈmio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n

Panoramica di tutte le traduzion

(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)

  • Punktαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    σημείο γεωμετρία | Geometrieγεωμ
    σημείο γεωμετρία | Geometrieγεωμ
  • Stelleθηλυκό | Femininum, weiblich f
    σημείο ορισμένο μέρος
    Punktαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    σημείο ορισμένο μέρος
    σημείο ορισμένο μέρος
  • Zeichenουδέτερο | Neutrum, sächlich n
    σημείο σημάδι
    σημείο σημάδι
  • Gradαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    σημείο βαθμός μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
    σημείο βαθμός μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
esempi
  • σημείο αναφοράς
    Bezugspunktαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    Anknüpfungspunktαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    Orientierungspunktαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    σημείο αναφοράς
  • σημείο ατυχήματος
    Unfallstelleθηλυκό | Femininum, weiblich f
    σημείο ατυχήματος
  • σημείο εισόδου ιατρική | Medizinιατρ
    Einschussstelleθηλυκό | Femininum, weiblich f
    σημείο εισόδου ιατρική | Medizinιατρ
  • nascondi gli esempimostra più esempi
αδύνατο σημείοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Schwachstelleθηλυκό | Femininum, weiblich f
αδύνατο σημείοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
χαρακτηριστικό σημείοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Hauptmerkmalουδέτερο | Neutrum, sächlich n
χαρακτηριστικό σημείοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
χαμηλότερο σημείοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Tiefpunktαρσενικό | Maskulinum, männlich m
χαμηλότερο σημείοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
αδύνατο σημείοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Schwachpunktαρσενικό | Maskulinum, männlich m
αδύνατο σημείοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
διακριτικό σημείοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Unterscheidungsmerkmalουδέτερο | Neutrum, sächlich n
διακριτικό σημείοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
κεντρικό σημείοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Dreh- und Angelpunktαρσενικό | Maskulinum, männlich m
κεντρικό σημείοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
γραφικό σημείοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Schriftzeichenουδέτερο | Neutrum, sächlich n
γραφικό σημείοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
τρωτό σημείοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Schwachstelleθηλυκό | Femininum, weiblich f
Angriffspunktαρσενικό | Maskulinum, männlich m
τρωτό σημείοουδέτερο | Neutrum, sächlich n

Ci comunichi la Sua opinione!

Come trova il dizionario online Langenscheidt?

Grazie per la Sua valutazione!

Desidera lasciare un feedback sui nostri dizionari online?

Manca una traduzione, ha notato un errore o desidera farci un complimento? Compili il nostro modulo per il feedback. Il Suo indirizzo e-mail è opzionale e ci serve solo per rispondere alla Sua richiesta secondo la nostra politica sulla privacy.

Veuillez confirmer que vous êtes bien un être humain en cochant cette case.*

*Campi obbligatori

Si prega di compilare i campi contrassegnati.

Grazie per il Suo feedback!

Vieni a farci visita al sito: