ύλη
[ˈili]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- ύλη φυσ
- Materialουδέτερο | Neutrum, sächlich nύλη υλικόύλη υλικό
- Inhaltαρσενικό | Maskulinum, männlich mύλη περιεχόμενούλη περιεχόμενο
- Unterrichtsstoffαρσενικό | Maskulinum, männlich mύλη μαθημάτωνύλη μαθημάτων
esempi
- πρώτη ύληRohstoffαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- τεχνητή ύληKunststoffαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- ύλη ανάγνωσηςLesestoffαρσενικό | Maskulinum, männlich m