κριτής
[kriˈtis]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Jurymitgliedουδέτερο | Neutrum, sächlich nκριτήςJurorαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fκριτήςκριτής
- (Preis-)Richterαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fκριτήςκριτής
- Wertungsrichterαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fκριτής αθλητισμός | Sportαθλκριτής αθλητισμός | Sportαθλ
esempi
- κριτής διαγωνισμούPreisrichterαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f
- κριτής στη γραμμή τερματισμού αθλητισμός | SportαθλZielrichterαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f
- κριτής χαρακτήραMenschenkennerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f