„γεννώ“: μεταβατικό ρήμα γεννώ [jeˈno]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-άς; -ησα; -ήθηκα; -ημένος> Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) gebären, entbinden, legen, werfen, hervorrufen, erzeugen gebären, entbinden γεννώ γεννώ legen γεννώ αβγά γεννώ αβγά werfen γεννώ για ζώο γεννώ για ζώο hervorrufen, erzeugen γεννώ δημιουργώ μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ γεννώ δημιουργώ μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ esempi γεννώ μοσχάρι kalben γεννώ μοσχάρι