αφήνω
[aˈfino]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- lassenαφήνω δεν παίρνω μαζί μουαφήνω δεν παίρνω μαζί μου
- loslassenαφήνω κάτι που κρατώαφήνω κάτι που κρατώ
- lassenαφήνω επιτρέπωαφήνω επιτρέπω
- verlassenαφήνω εγκαταλείπω άνθρωπο ή τόποαφήνω εγκαταλείπω άνθρωπο ή τόπο
- zurücklassenαφήνω αφήνω πίσωαφήνω αφήνω πίσω
- hinterlassenαφήνω κληροδοτώαφήνω κληροδοτώ
- überlassen (σε jemandem)αφήνω παραχωρώαφήνω παραχωρώ
- freilassenαφήνω ελευθερώνωαφήνω ελευθερώνω