εποχή
[epoˈçi]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Zeitalterουδέτερο | Neutrum, sächlich nεποχή της ιστορίαςEpocheθηλυκό | Femininum, weiblich fεποχή της ιστορίαςεποχή της ιστορίας
- Zeitθηλυκό | Femininum, weiblich fεποχή περίοδος του έτουςεποχή περίοδος του έτους
- Jahreszeitθηλυκό | Femininum, weiblich fεποχή μία από τις τέσσερειςεποχή μία από τις τέσσερεις
- Saisonθηλυκό | Femininum, weiblich fεποχή τουριστικήεποχή τουριστική