χέρι
[ˈçeri]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Handθηλυκό | Femininum, weiblich fχέρι από τον καρπό και κάτωχέρι από τον καρπό και κάτω
- Armαρσενικό | Maskulinum, männlich mχέρι από τον καρπό και πάνωχέρι από τον καρπό και πάνω
- Griffαρσενικό | Maskulinum, männlich mχέρι χερούλιHenkelαρσενικό | Maskulinum, männlich mχέρι χερούλιχέρι χερούλι