τραβώ
[traˈvo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-άς; -ηξα; -ήχτηκα; -ηγμένος>Panoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- ziehenτραβώ γεντραβώ γεν
- herausziehen (από an+δοτική | +Dativ +dat)τραβώ βγάζωreißenτραβώ βγάζωτραβώ βγάζω
- τραβώ σέρνω
- schiebenτραβώ σπρώχνωτραβώ σπρώχνω
- abhebenτραβώ χρήματατραβώ χρήματα
- (er)leiden, durchmachenτραβώ υποφέρω, περνώτραβώ υποφέρω, περνώ
- schießenτραβώ φωτογραφίατραβώ φωτογραφία
- anziehenτραβώ ελκύω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφτραβώ ελκύω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- zuziehenτραβώ κουρτίνατραβώ κουρτίνα
- machenτραβώ φωτογραφίατραβώ φωτογραφία
τραβώ
[traˈvo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-άς; -ηξα; -ήχτηκα; -ηγμένος>Panoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)