„χαστούκι“: ουδέτερο χαστούκι [xasˈtukji]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Ohrfeige Ohrfeigeθηλυκό | Femininum, weiblich f χαστούκι χαστούκι esempi δίνω (ένα) χαστούκι eine Ohrfeige versetzen (σε κάποιον jemandem) δίνω (ένα) χαστούκι τρώω (ένα) χαστούκι eine Ohrfeige bekommen (από von) τρώω (ένα) χαστούκι