ενδιάμεσος
[enðiˈamesos], ενδιάμεση, ενδιάμεσοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- dazwischen befindlich, Zwischen-ενδιάμεσοςενδιάμεσος
esempi
- εκτελώ ενδιάμεση προσγείωσηθηλυκό | Femininum, weiblich f αεροπορία | Luftfahrtαεροπ
- ενδιάμεση εξέτασηθηλυκό | Femininum, weiblich fZwischenprüfungθηλυκό | Femininum, weiblich f
nascondi gli esempimostra più esempi