Traduzione Greco-Tedesco per "επίπεδο"

"επίπεδο" traduzione Tedesco

επίπεδο
[eˈpipeðo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n

Panoramica di tutte le traduzion

(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)

  • Flächeθηλυκό | Femininum, weiblich f
    επίπεδο επίπεδη επιφάνεια
    Ebeneθηλυκό | Femininum, weiblich f
    επίπεδο επίπεδη επιφάνεια
    επίπεδο επίπεδη επιφάνεια
  • Ebeneθηλυκό | Femininum, weiblich f
    επίπεδο γεωμετρία | Geometrieγεωμ
    επίπεδο γεωμετρία | Geometrieγεωμ
  • Niveauουδέτερο | Neutrum, sächlich n
    επίπεδο βαθμίδα μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
    Stufeθηλυκό | Femininum, weiblich f
    επίπεδο βαθμίδα μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
    επίπεδο βαθμίδα μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
esempi
  • βιοτικό επίπεδο
    Lebensstandardαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    βιοτικό επίπεδο
  • υψηλό/χαμηλό επίπεδο
    hohes/niedriges Niveauουδέτερο | Neutrum, sächlich n
    υψηλό/χαμηλό επίπεδο
  • επίπεδαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl όζοντος
    Ozonwerteπληθυντικός | Plural pl
    επίπεδαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl όζοντος
  • nascondi gli esempimostra più esempi
αφηγηματικό επίπεδοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Erzählebeneθηλυκό | Femininum, weiblich f
αφηγηματικό επίπεδοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
μορφωτικό επίπεδοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Bildungsgradαρσενικό | Maskulinum, männlich m
μορφωτικό επίπεδοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
στιλιστικό επίπεδοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Stilebeneθηλυκό | Femininum, weiblich f
στιλιστικό επίπεδοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
βέλτιστο επίπεδοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Höchststandαρσενικό | Maskulinum, männlich m
βέλτιστο επίπεδοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
συνταξιοδοτικό επίπεδοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Rentenniveauουδέτερο | Neutrum, sächlich n
συνταξιοδοτικό επίπεδοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
χαμηλότερο επίπεδοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Tiefstandαρσενικό | Maskulinum, männlich m
χαμηλότερο επίπεδοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
ενδιάμεσο επίπεδοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Zwischenstufeθηλυκό | Femininum, weiblich f
ενδιάμεσο επίπεδοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
μορφωτικό επίπεδοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Bildungsniveauουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Bildungsstandαρσενικό | Maskulinum, männlich m
μορφωτικό επίπεδοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
μέσο επίπεδοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Mittelstufeθηλυκό | Femininum, weiblich f
μέσο επίπεδοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
εκτελεστικό επίπεδοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Führungsebeneθηλυκό | Femininum, weiblich f
εκτελεστικό επίπεδοουδέτερο | Neutrum, sächlich n

Ci comunichi la Sua opinione!

Come trova il dizionario online Langenscheidt?

Grazie per la Sua valutazione!

Desidera lasciare un feedback sui nostri dizionari online?

Manca una traduzione, ha notato un errore o desidera farci un complimento? Compili il nostro modulo per il feedback. Il Suo indirizzo e-mail è opzionale e ci serve solo per rispondere alla Sua richiesta secondo la nostra politica sulla privacy.

Veuillez confirmer que vous êtes bien un être humain en cochant cette case.*

*Campi obbligatori

Si prega di compilare i campi contrassegnati.

Grazie per il Suo feedback!

Vieni a farci visita al sito: