Traduzione Greco-Tedesco per "στάση"

"στάση" traduzione Tedesco

στάση
[ˈstasi]θηλυκό | Femininum, weiblich f

Panoramica di tutte le traduzion

(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)

  • Haltαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    στάση σταμάτημα
    στάση σταμάτημα
  • Haltenουδέτερο | Neutrum, sächlich n
    στάση οχήματος
    στάση οχήματος
  • Haltestelleθηλυκό | Femininum, weiblich f
    στάση λεωφορείου για να κατεβεί κανείς
    Stationθηλυκό | Femininum, weiblich f
    στάση λεωφορείου για να κατεβεί κανείς
    στάση λεωφορείου για να κατεβεί κανείς
  • (Körper-)Stellungθηλυκό | Femininum, weiblich f
    στάση του σώματος
    Körperhaltungθηλυκό | Femininum, weiblich f
    στάση του σώματος
    στάση του σώματος
  • Einstellungθηλυκό | Femininum, weiblich f
    στάση άποψη
    Positionθηλυκό | Femininum, weiblich f
    στάση άποψη
    στάση άποψη
  • Haltungθηλυκό | Femininum, weiblich f
    στάση συμπεριφορά
    στάση συμπεριφορά
  • Meutereiθηλυκό | Femininum, weiblich f
    στάση επανάσταση
    στάση επανάσταση
esempi
  • χωρίς στάση
    ohne Halt
    χωρίς στάση
  • στάση απέναντι στην εργασία
    Arbeitsauffassungθηλυκό | Femininum, weiblich f
    στάση απέναντι στην εργασία
  • στάση έκτακτης ανάγκης
    Notbremsungθηλυκό | Femininum, weiblich f
    στάση έκτακτης ανάγκης
  • nascondi gli esempimostra più esempi
λανθασμένη στάσηθηλυκό | Femininum, weiblich f
Haltungsfehlerαρσενικό | Maskulinum, männlich m
λανθασμένη στάσηθηλυκό | Femininum, weiblich f
ακατάλληλη στάσηθηλυκό | Femininum, weiblich f σώματος
Haltungsfehlerαρσενικό | Maskulinum, männlich m
ακατάλληλη στάσηθηλυκό | Femininum, weiblich f σώματος
αμυντική στάσηθηλυκό | Femininum, weiblich f
Abwehrhaltungθηλυκό | Femininum, weiblich f
αμυντική στάσηθηλυκό | Femininum, weiblich f
ενδιάμεση στάσηθηλυκό | Femininum, weiblich f
Zwischenaufenthaltαρσενικό | Maskulinum, männlich m
ενδιάμεση στάσηθηλυκό | Femininum, weiblich f
προαιρετική στάσηθηλυκό | Femininum, weiblich f
Bedarfshaltestelleθηλυκό | Femininum, weiblich f
προαιρετική στάσηθηλυκό | Femininum, weiblich f

Ci comunichi la Sua opinione!

Come trova il dizionario online Langenscheidt?

Grazie per la Sua valutazione!

Desidera lasciare un feedback sui nostri dizionari online?

Manca una traduzione, ha notato un errore o desidera farci un complimento? Compili il nostro modulo per il feedback. Il Suo indirizzo e-mail è opzionale e ci serve solo per rispondere alla Sua richiesta secondo la nostra politica sulla privacy.

Veuillez confirmer que vous êtes bien un être humain en cochant cette case.*

*Campi obbligatori

Si prega di compilare i campi contrassegnati.

Grazie per il Suo feedback!

Vieni a farci visita al sito: