„zeitgebunden“: Adjektiv zeitgebundenAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) υποκείμενος σε χρονικό περιορισμό υποκείμενος σε χρονικό περιορισμό zeitgebunden zeitgebunden