„spitz“: Adjektiv spitzAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) μυτερός, σουβλερός, οξύς, καυστικός, δηκτικός μυτερός, σουβλερός spitz spitz οξύς spitz Winkel spitz Winkel καυστικός, δηκτικός spitz Bemerkung spitz Bemerkung