δηκτικός
[ðiktiˈkos], δηκτική, δηκτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj μεταφορικά | in übertragenem SinnμτφPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- bissigδηκτικός λόγια, κριτικήδηκτικός λόγια, κριτική
esempi
- δηκτική παρατήρησηθηλυκό | Femininum, weiblich fGestichelουδέτερο | Neutrum, sächlich n