„solide“: Adjektiv solideAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) στερεός, γερός, σοβαρός, σταθερός, καλός στερεός, γερός solide stabil solide stabil σοβαρός solide Geschäft solide Geschäft σταθερός, καλός solide Kenntnisse solide Kenntnisse