„γερός“ γερός [jeˈros], γερή, γερόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) gesund, robust, stark, kräftig, stramm, stabil, fest scharf, saftig gesund, robust γερός υγιής γερός υγιής stark, kräftig, stramm γερός δυνατός γερός δυνατός stabil, fest γερός σταθερός γερός σταθερός scharf γερός όραση γερός όραση saftig γερός χαστούκι γερός χαστούκι