„rümpfen“: transitives Verb rümpfentransitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/t Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) σηκώνω τη μύτη μου περιφρονητικά σε κ-ν/κ-ι esempi die Nase rümpfen über j-n/etw σηκώνω τη μύτη μου περιφρονητικά σε κ-ν/κ-ι die Nase rümpfen über j-n/etw