Output
Maskulinum, männlich | αρσενικό m <-s; -s>Panoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- εξαγωγήFemininum, weiblich | θηλυκό fOutput Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT DatenausgabeOutput Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT Datenausgabe
- απόδοσηFemininum, weiblich | θηλυκό fOutput Wirtschaft | οικονομίαWIRTSCHπαραγωγήFemininum, weiblich | θηλυκό fOutput Wirtschaft | οικονομίαWIRTSCHOutput Wirtschaft | οικονομίαWIRTSCH