mausgesteuert
Adjektiv | επίθετο, ως επίθετο adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- ελεγχόμενος από το ποντίκιmausgesteuert Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUTmausgesteuert Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT