„ελεγχόμενος“ ελεγχόμενος [eleŋˈxomenos], ελεγχόμενη, ελεγχόμενοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) steuerbar, regulierbar steuerbar, regulierbar ελεγχόμενος ελεγχόμενος esempi ελεγχόμενος από το ποντίκι ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ mausgesteuert ελεγχόμενος από το ποντίκι ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ ελεγχόμενος από υπολογιστή computergesteuert ελεγχόμενος από υπολογιστή