„Kernsatz“: Maskulinum, männlich KernsatzMaskulinum, männlich | αρσενικό m Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) βασική πρόταση, πυρηνική πρόταση βασική πρότασηFemininum, weiblich | θηλυκό f Kernsatz Kernsatz πυρηνική πρότασηFemininum, weiblich | θηλυκό f Kernsatz Sprachwissenschaft | γλωσσολογίαLING Kernsatz Sprachwissenschaft | γλωσσολογίαLING