„Gefäß“: Neutrum, sächlich GefäßNeutrum, sächlich | ουδέτερο n <-es; -e> Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) δοχείο, βάζο, αγγείο δοχείοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Gefäß auch | και, επίσηςa. βάζοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Gefäß auch | και, επίσηςa. Gefäß auch | και, επίσηςa. αγγείοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Gefäß Anatomie | ανατομίαANAT Gefäß Anatomie | ανατομίαANAT