βάζο
[ˈvazo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- (Blumen-)Vaseθηλυκό | Femininum, weiblich fβάζο ανθοδοχείοβάζο ανθοδοχείο
- βάζο δοχείο
- Einmachglasουδέτερο | Neutrum, sächlich nβάζο μαρμελάδας, τουρσιούEinweckglasουδέτερο | Neutrum, sächlich nβάζο μαρμελάδας, τουρσιούβάζο μαρμελάδας, τουρσιού
esempi
- βάζο λουλουδιώνBlumenvaseθηλυκό | Femininum, weiblich f
- βάζο μαρμελάδαςMarmeladenglasουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- βάζο με μπισκόταKeksdoseθηλυκό | Femininum, weiblich f