„fair“: Adjektiv fairAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) δίκαιος, αμερόληπτος, έντιμος, τίμιος δίκαιος, αμερόληπτος fair gerecht fair gerecht έντιμος, τίμιος fair anständig fair anständig esempi fairer Handel τίμιο εμπόριοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n fairer Handel das ist nicht fair δεν είναι δίκαιο das ist nicht fair