„αμερόληπτος“ αμερόληπτος [ameˈroliptos], αμερόληπτη, αμερόληπτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) unparteiisch unparteiisch αμερόληπτος αμερόληπτος