„durchsuchen“: transitives Verb durchsuchentransitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/t Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) ψάχνω, ερευνώ, εκτελώ περιήγηση ψάχνω, ερευνώ durchsuchen durchsuchen εκτελώ περιήγηση durchsuchen Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT durchsuchen Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT