„Datei“: Femininum, weiblich DateiFemininum, weiblich | θηλυκό f <-; -en> Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) αρχείο (ηλεκτρονικό) αρχείοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Datei Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT Datei Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT