„bequem“: Adjektiv bequemAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) αναπαυτικός, άνετος, βολικός, τεμπέλης, νωθρός αναπαυτικός, άνετος bequem bequem βολικός bequem bequem τεμπέλης, νωθρός bequem träge bequem träge esempi es sich bequem machen βολεύομαι es sich bequem machen