βολικός
[voliˈkos], βολική/βολικιά, βολικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- bequemβολικός αναπαυτικόςβολικός αναπαυτικός
- gelegenβολικός ταιριαστόςβολικός ταιριαστός
- umgänglichβολικός καλόβολοςβολικός καλόβολος