„auslöffeln“: transitives Verb auslöffelntransitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/t in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) πρέπει να υποστώ τις συνέπειες για κάτι esempi etwas auslöffeln müssen πρέπει να υποστώ τις συνέπειες για κάτι etwas auslöffeln müssen