„όλοι“: πληθυντικός αρσενικού όλοι [ˈoli]πληθυντικός αρσενικού | Maskulinum Plural mpl Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) jedermann, alle jedermann, alle όλοι όλοι esempi όλοι ξέρουν jedermann weiß, alle wissen όλοι ξέρουν όλοι μας jeder von uns, wir alle όλοι μας όλοι οι άλλοι alle anderen όλοι οι άλλοι όλοι οι άνθρωποι alle Menschenπληθυντικός αρσενικού | Maskulinum Plural mpl όλοι οι άνθρωποι όλοι σας ihr alle όλοι σας nascondi gli esempimostra più esempi