„αργά“: επίρρημα αργά [arˈɣa]επίρρημα | Adverb adv Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) langsam, spät langsam αργά όχι γρήγορα αργά όχι γρήγορα spät αργά όχι νωρίς αργά όχι νωρίς esempi είναι (πολύ) αργά es ist (zu) spät είναι (πολύ) αργά αργά το απόγευμα am späten Nachmittag αργά το απόγευμα αργά ή γρήγορα früher oder später αργά ή γρήγορα