ψηφοφόρος
[psifoˈforos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Wählerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fψηφοφόροςψηφοφόρος
- Stimmberechtigte(r)αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fψηφοφόρος που έχει δικαίωμα ψήφουψηφοφόρος που έχει δικαίωμα ψήφου