αναποφάσιστος
[anapoˈfasistos], αναποφάσιστη, αναποφάσιστοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- unentschlossenαναποφάσιστοςαναποφάσιστος
esempi
- αναποφάσιστη ψηφοφόροςθηλυκό | Femininum, weiblich f πολιτική | PolitikπολιτWechselwählerinθηλυκό | Femininum, weiblich f
- αναποφάσιστος ψηφοφόροςαρσενικό | Maskulinum, männlich m πολιτική | PolitikπολιτWechselwählerαρσενικό | Maskulinum, männlich m