χρόνος
[ˈxronos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m <πληθυντικός | Pluralpl; τα χρόνια>Panoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Zeitθηλυκό | Femininum, weiblich fχρόνοςχρόνος
- Jahrουδέτερο | Neutrum, sächlich nχρόνος έτοςχρόνος έτος
- Tempusουδέτερο | Neutrum, sächlich nχρόνος γραμματική | GrammatikγραμμZeitformθηλυκό | Femininum, weiblich fχρόνος γραμματική | Grammatikγραμμχρόνος γραμματική | Grammatikγραμμ
- Taktαρσενικό | Maskulinum, männlich mχρόνος μουσχρόνος μουσ