χαρακτηριστικός
[xaraktiristiˈkos], χαρακτηριστική, χαρακτηριστικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- charakteristisch, bezeichnend, typischχαρακτηριστικόςχαρακτηριστικός
esempi
- χαρακτηριστικό μουσικό σήμαουδέτερο | Neutrum, sächlich nErkennungsmelodieθηλυκό | Femininum, weiblich f
- χαρακτηριστικό παράδειγμαουδέτερο | Neutrum, sächlich nParadebeispielουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- χαρακτηριστικό σημείοουδέτερο | Neutrum, sächlich nHauptmerkmalουδέτερο | Neutrum, sächlich n