„φυγή“: θηλυκό φυγή [fiˈji]θηλυκό | Femininum, weiblich f Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Flucht Fluchtθηλυκό | Femininum, weiblich f φυγή φυγή esempi τρέπω σε φυγή in die Flucht schlagen τρέπω σε φυγή τρέπομαι σε φυγή sich flüchten τρέπομαι σε φυγή