„φτώχεια“: θηλυκό φτώχεια [ˈftoça]θηλυκό | Femininum, weiblich f Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Armut Armutθηλυκό | Femininum, weiblich f φτώχεια φτώχεια esempi ζω στο όριο της φτώχειας an der Armutsgrenze leben ζω στο όριο της φτώχειας ζω κάτω από το όριο της φτώχειας unter der Armutsgrenze leben ζω κάτω από το όριο της φτώχειας φτώχεια μεταξύ των ηλικιωμένων Altersarmutθηλυκό | Femininum, weiblich f φτώχεια μεταξύ των ηλικιωμένων