„συναντώ“: μεταβατικό ρήμα συναντώ [sinanˈdo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-άς; -ησα; -ήθηκα> Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) begegnen, treffen, stoßen auf begegnen (κάποιον jemandem) συναντώ treffen συναντώ συναντώ stoßen auf (+αιτιατική | +Akkusativ+akk) συναντώ δυσκολίες, εμπόδια συναντώ δυσκολίες, εμπόδια