„συμβιβάζομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα συμβιβάζομαι [simviˈvazome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Kompromisse schließen, sich abfinden, in Einklang stehen sich vereinbaren lassen Kompromisse schließen συμβιβάζομαι έρχομαι σε συμβιβασμό συμβιβάζομαι έρχομαι σε συμβιβασμό sich abfinden (με mit) συμβιβάζομαι το παίρνω απόφαση συμβιβάζομαι το παίρνω απόφαση sich vereinbaren lassen, in Einklang stehen συμβιβάζομαι ταιριάζω συμβιβάζομαι ταιριάζω