συγκατάθεση
[siŋgaˈtaθesi]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Einwilligungθηλυκό | Femininum, weiblich fσυγκατάθεσηZustimmungθηλυκό | Femininum, weiblich fσυγκατάθεσηEinverständnisουδέτερο | Neutrum, sächlich nσυγκατάθεσησυγκατάθεση
esempi
- einwilligen (για in+αιτιατική | +Akkusativ +akk)