στοιχειώδης
[stiçiˈoðis], στοιχειώδης, στοιχειώδεςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- grundlegend, Grund-στοιχειώδηςστοιχειώδης
- elementarστοιχειώδης βασικόςστοιχειώδης βασικός
esempi
- στοιχειώδες ηλεκτρικό φορτίοουδέτερο | Neutrum, sächlich n φυσElementarladungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- στοιχειώδες σωματίδιοουδέτερο | Neutrum, sächlich n φυσElementarteilchenουδέτερο | Neutrum, sächlich n
-