φορτίο
[forˈtio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Frachtθηλυκό | Femininum, weiblich fφορτίο οχήματοςFrachtgutουδέτερο | Neutrum, sächlich nφορτίο οχήματοςφορτίο οχήματος
- Ladungθηλυκό | Femininum, weiblich fφορτίο ηλεκτρολογία | Elektrizität, Elektrotechnikηλεκτρφορτίο ηλεκτρολογία | Elektrizität, Elektrotechnikηλεκτρ
- Lastθηλυκό | Femininum, weiblich fφορτίο βάρος μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφφορτίο βάρος μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
esempi
- φορτίο πλοίουSchiffsladungθηλυκό | Femininum, weiblich f