σπρώχνω
[ˈzbroxno]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-ξα; -χτηκα; -γμένος>Panoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- stoßenσπρώχνω δυνατάσπρώχνω δυνατά
- schubsenσπρώχνω ελαφράσπρώχνω ελαφρά
- schiebenσπρώχνω αντικείμενοσπρώχνω αντικείμενο
- anschiebenσπρώχνω αυτοκίνητοσπρώχνω αυτοκίνητο
- dränge(l)nσπρώχνω στρυμώχνωσπρώχνω στρυμώχνω
- antreibenσπρώχνω παρακινώ μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφσπρώχνω παρακινώ μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ